παστίλια

παστίλια
η
1. φαρμακευτικό δισκίο, χάπι
2. είδος καραμέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastiglia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παστίλια — η (λ. ιταλ.), χάπι ή φάρμακο σε μορφή καραμέλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρτίσκος — ἀρτίσκος, ο (Α) [άρτος] 1. το ψωμάκι 2. η παστίλια …   Dictionary of Greek

  • κοφτός — ή, ό (Α κοπτός, ή, όν) [κόπτω] κομμένος («κοφτό μακαρονάκι») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με κοπή ή τομή («κοφτές βεντούζες») 2. φρ. «κοφτά λόγια» σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα λόγια β) «κοφτή κουταλιά» κουταλιά όχι πολύ γεμάτη, περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ουλόσφαιρα — οὐλόσφαιρα, ἡ (Α) είδος καταποτίου, παστίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλον + σφαίρα] …   Dictionary of Greek

  • πάστιλλος — και πάστελ(λ)ος, ὁ, Α 1. παστίλια, φαρμακευτικό δισκίο 2. παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pastillus, υποκορ. τού λατ. panis (< *pasnis) «ψωμί»] …   Dictionary of Greek

  • παστιλλώδης — ῶδες, Α [πάστιλλος] αυτός που μοιάζει με παστίλια, δηλ. με φαρμακευτικό δισκίο …   Dictionary of Greek

  • ροδίς — ίδος, ἡ, Α παστίλια κατασκευασμένη με συστατικά από ρόδα, από τριαντάφυλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • τροχίσκος — ο, ΝΜΑ υποκορ. μικρός τροχός, μικρή ρόδα νεοελλ. δισκίο στο οποίο η φαρμακευτική ουσία έχει αναμιχθεί με ζάχαρη, κν. παστίλια αρχ. 1. μικρή σφαίρα από σαπούνι ή από μέλι 2. καταπότιο 3. σκουλαρίκι 4. μεταλλική σφαίρα που έπεφτε πάνω σε μεταλλική… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”